ὀξυτόνῳ

ὀξυτόνῳ
ὀξύτονος
sharp-sounding
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οξυτονώ — (Α ὀξυτονῶ, έω) [οξύτονος] βάζω οξεία στη λήγουσα μιας λέξης, τονίζω μια λέξη στη λήγουσα με οξεία αρχ. 1. προφέρω κάτι με οξύ τόνο 2. μουσ. παράγω υψηλούς τόνους 3. απολήγω σε οξύ άκρο …   Dictionary of Greek

  • οξυτόνησις — ὀξυτόνησις, ἡ (Μ) [οξυτονώ] η οξυτονία, ο τονισμός μιας λέξης στη λήγουσα με οξεία …   Dictionary of Greek

  • οξύνω — (ΑΜ ὀξύνω) [οξύς] 1. κάνω κάτι κοφτερό, αιχμηρό, ακονίζω 2. γραμμ. τονίζω με οξεία μια συλλαβή, οξυτονώ 3. δίνω σε κάτι ξινή γεύση, τό καθιστώ ξινό 4. (σχετικά με πόνο) καθιστώ έντονο 5. μτφ. α) καθιστώ κάτι οξύ, διαπεραστικό («οξύνω τη φωνή») β) …   Dictionary of Greek

  • προοξυτονώ — έω, Μ [ὀξυτονῶ] παροξυτονῶ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”